Ανατροφή από Μωαμεθανούς γονείς
Ο Ιωάννης, ο Άγιος Νεομάρτυρας, γεννήθηκε στην Κόνιτσα της Ηπείρου, που τότε ήταν έδρα του Επισκόπου Βελλάς, και ανατράφηκε σ' αυτήν από γονείς Μωαμεθανούς. Ο πατέρας του ήταν ένας απ' τους εξέχοντες Τούρκους, δερβίσης και σεΐχης στο αξίωμα. το ίδιο και η μητέρα του ήταν Μωαμεθανή.
Όταν ο νέος έγινε εικοσαετής στην ηλικία, άφησε την Κόνιτσα όπου γεννήθηκε και πήγε στη μητρόπολι Ιωαννίνων. Εκεί όλοι οι συμπολίτες του τον τιμούσαν και του έδειχναν σεβασμό όχι λιγότερο απ' τον πατέρα του (γιατί κι αυτός μπήκε στο τάγμα των δερβίσηδων απ' τον πατέρα του σεΐχη).
Αφού έμεινε αρκετό καιρό στα Γιάννενα, έφυγε κι απ' εκεί και πήγε στο Αγρίνιο, που τότε ήταν κωμόπολη της Αιτωλίας και λεγόταν Βραχώρι. Εκεί έμενε στο αρχοντικό που λεγόταν Μουσελίμ σεράι.
Τον χρόνο εκείνο εξουσίαζε σ' όλη την Αιτωλοακαρνανία ο Ισούφ ο Άραψ, που γνώριζε τον πατέρα του νέου κι επειδή τον σεβόταν μάλλον σαν σεΐχη και αρχηγό της θρησκείας τους, τον δέχθηκε με αγάπη και πολλή τιμή ονομάζοντάς τον δερβίση δικόν του.
Έμεινε, λοιπόν, ο νέος κοντά του αρκετόν καιρό και πήγαινε ακατάπαυστα σε υπηρεσίες, γιατί το χρόνο εκείνο γινόταν στα Επτάνησα πόλεμος μεταξύ Ρώσων και Τούρκων και αρχηγός των Τούρκων ήταν ο Ισούφ.
Εν τω μεταξύ ο νέος αυτός αν και ζούσε στην ασέβεια και την πλάνη εν τούτοις είχε ζωή Χριστιανική και χρησιμοποιούσε πολλές φορές τις νηστίσιμες τροφές των Χριστιανών έχοντας σε υπόληψη κι εκτίμηση την Χριστιανική ζωή. Φοβόταν όμως και το έθνος του μήπως τον δουν και κινδυνέψει.
Χριστιανός
Έπειτα από δύο χρόνια έγινε αλλαγή στις αρχές της Αιτωλοακαρνανίας. Ο Ισούφ, λοιπόν, πήγε στα Γιάννενα και στη θέση του ήρθε ο Σουλεϊμάν μπέης, που στο επίθετο λεγόταν Βρυώνης.
Ο νέος όμως δεν ακολούθησε ούτε τον διάδοχο της εξουσίας ούτε τον Ισούφ, αλλά έμεινε στην επαρχία της Αιτωλίας και γύριζε ντυμένος με Χριστιανικά ρούχα, ενώ το δερβίσικο κιουλιάφι μαζί και τα λευκοπράσινα που φορούσε προηγουμένως τα έβγαλε και τα καταπάτησε. Η συμπεριφορά του πια ήταν τελείως Χριστιανική, έκανε παρέα με τους φύλακες του γένους, που τους έλεγαν καπεταναίους και μόνο το άγιο Βάπτισμα δεν είχε πάρει. Ήθελε βέβαια από πολύ καιρό να το αξιωθεί στα μέρη αυτά, αλλά δεν έγινε δυνατό να το απολαύση γιατί οι Χριστιανοί είχαν φόβους μήπως πέσουν σε κίνδυνο, αν η εξουσία μάθαινε το πράγμα.
Γι' αυτό, λοιπόν, ο νέος πέρασε στο νησί Ιθάκη όπου αναγεννήθηκε με το θείο αυτό Βάπτισμα και μετωνομάστηκε Ιωάννης. Αφού κατηχήθηκε αρκετά εκεί απ' τον Πνευματικό για την ορθόδοξη χριστιανική ζωή, γύρισε στο Ξηρόμερο. Αφού έπειτα πήγε σ' ένα χωριό που λεγόταν Μαχαλάς έγινε δούλος στον Πάνο Γαλάνη που ήταν εκεί προεστός του χωριού και στο ίδιο χωριό παντρεύτηκε, παίρνοντας πάντα τις προφυλάξεις του απ' τους Αγαρηνούς. Γι' αυτό και τον περισσότερο καιρό κρυβόταν, ασκώντας το επάγγελμα του αγροφύλακα και σπάνια εμφανιζόταν στο χωριό.
Κατά το έτος 1813, μόλις έμαθε ο πατέρας του σεΐχης την άρνησι της θρησκείας του Μωαμεθανισμού, θρήνησε απαρηγόρητα γι' αυτό, και έστειλε δυο δερβίσηδες του τάγματός του, για να πάνε να προσπαθήσουν με διάφορα ταξίματα και υποσχέσεις να τον απομακρύνουν απ' τον Χριστιανισμό και να τον ξαναγυρίσουν στη θρησκεία τους.
Πράγματι, αυτοί ήρθαν κι έμαθαν που μένει ο Ιωάννης και πήγαν στο σπίτι του. Αυτός όμως δεν ήθελε ούτε να τους δη, ούτε ν' ακούση τις φλυαρίες τους και τις μυθολογίες του Μωαμεθανισμού γι' αυτό γύρισε αλλού το πρόσωπό του. Οι δερβίσηδες, λοιπόν, ντροπιάστηκαν περισσότερο απ' αυτή την περιφρόνησι και έφυγαν άπρακτοι.
Μπροστά στον κριτή.
Ένας Αγαρηνός όμως, που ήταν νεροκράτης στο χωριό Μαχαλάς, κατηγόρησε τον νέο στον μουσελίμη του Αγρινίου ότι έγινε Χριστιανός, ενώ προηγουμένως ήταν Τούρκος και μάλιστα γιος ενός περίφημου δερβίση και σεΐχη. Χωρίς καμμιά αργοπορία αυτός γνωστοποιεί το πράγμα στον μουσελίμη που ήταν στο Τεπελένι, τον Ελμάζαγα Μπόνον, προσθέτοντας κι αυτός μερικά για να ανάψη περισσότερο τον θυμό του.
Ο μουσελίμης μόλις είδε τα γραμμένα σχετικά με τον νέο, ταράχτηκε ολόκληρος απ' το θυμό του κι έστειλε να φωνάξουν τον κριτή και τον μουφτή που ήταν ο νομοκράτοράς τους και τους ανακοίνωσε την υπόθεσι. Στέλνει κατόπιν την ίδια μέρα στρατιώτες για να τον πιάσουν. Αυτοί μόλις τον συνάντησαν βρήκαν μια πρόφασι κι αμέσως χωρίς αναβολή τον έδεσαν και έτσι δεμένο τον ωδήγησαν στο δικαστήριο.
Τον ρώτησε, λοιπόν, ο μουσελίμης το γένος, την πατρίδα, το όνομα και τη θρησκεία του κι ο νέος σ' όλα αυτά απάντησε μ' ένα λόγο.
— Είμαι Χριστιανός κι ονομάζομαι Ιωάννης.
— Δεν είσαι συ ο δερβίσης, ο γιος του σεΐχη της Κονίτσης; ξαναρωτάει πάλι ο μουσελίμης.
— Ναι, εγώ, αλλά τώρα είμαι Χριστιανός και Χριστιανός πρόκειται να πεθάνω.
— Γελάστηκες απ' τη γυναίκα σου κι έγινες Χριστιανός. Έλα όμως στα λογικά σου και κήρυξε μπροστά σ' όλους την παλαιά σου πίστη την αληθινή και τότε θα μάθης πόσο καλά θα τιμηθής από μένα.
— Μη πιστεύης, αγά μου, αποκρίθηκε ο νέος, ότι θα φανώ τόσο ανόητος και βλάκας, ώστε ν' αφήσω την αγία πίστι των Χριστιανών και να τυφλωθώ πάλι να γυρίσω στον Μωαμεθανισμό. Μόλις έγινε δυνατό να τη γνωρίσω και τώρα πώς μπορώ να την αφήσω; Ποτέ, ποτέ να μη μου συμθή τέτοιο κακό.
Βασανιστήριο και μαρτυρικό τέλος.
Ο μουσελίμης και οι άλλοι γύρω του θαύμασαν για την παρρησία του Μάρτυρα κι επειδή ντροπιάστηκαν δε θέλησαν να εκταθούν σε περισσότερες ομιλίες. Διέταξε, λοιπόν, να τον δέσουν και να τον ρίξουν στη φυλακή κι εκεί να τον βασανίσουν φοβερά και σκληρά σαν να ντρεπόταν τάχα να τον τιμωρήση φανερά.
Τον πήραν οι υπηρέτες έτσι δεμένον και πέρασαν στο λαιμό του την πιο βαρειά αλυσίδα ενώ συγχρόνως πέρασαν τα πόδια του στο ξύλο. Ο καθένας μπορεί να φαντασθή τι τράβηξε εκεί μέσα ο ευλογημένος νέος! Ραβδισμούς και χτυπήματα με χέρια και πόδια, ενώ ο Μάρτυρας ευχαριστούσε το Θεό και τα υπέμεινε με ανδρεία ψιθυρίζοντας: «Θεέ μου, βοήθησέ με».
Όταν ο μουσελίμης έμαθε την σταθερή απόφασι του Μάρτυρα κι επειδή φοβήθηκε μήπως ντροπιασθή περισσότερο αν τον παρουσίαση σε δεύτερη ανάκρισι, συγκέντρωσε τους ουλεμάδες (τους σοφούς) του γένους του, και απεφάσισαν ότι «ο άνθρωπος αυτός δεν πρέπει να ζη γιατί αλλαξοπίστησε και αρνήθηκε τη θρησκεία του». Δόθηκε, λοιπόν, η διαταγή ν' αποκεφαλισθή με ξίφος.
Τον πήραν, λοιπόν, οι δεσμοφύλακες και ο αρχιφύλακας δεμένον όπως τον είχαν και τον πήγαν στον τόπο της καταδίκης, όπου ζήτησε ο Μάρτυρας να τον λύσουν λίγο για να κάνη το σημείο του Σταυρού, αλλά δεν τον άφησαν. Φώναξε τότε όπως ο ληστής του Ευαγγελίου το «Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου», έσκυψε το κεφάλι και δέχτηκε τον θάνατο με ξίφος στις 23 Σεπτεμβρίου του έτους 1814. Δόθηκε η διαταγή να μη πλησιάση κανείς το λείψανο, για να το φάνε τα σκυλιά. Το έρριξαν, λοιπόν, οι δήμιοι σ' ένα ρυάκι κοντά στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου. Μερικοί όμως ευσεβείς μεσίτεψαν στον μουσελίμη κι εκείνος επέτρεψε να ταφή χωρίς τιμές σε μέρος ουδέτερο με την πρόφασι ότι δεν ήταν ούτε Τούρκος ούτε Χριστιανός ο Μάρτυρας. Μερικοί όμως από ευλάβεια άνοιξαν κρυφά ένα λάκκο κι έβαλαν μέσα το μαρτυρικό λείψανο του Αγίου σ' ένα χωράφι.
Αυτή είναι η συγκινητική πραγματικά ζωή του Νεομάρτυρα Ιωάννη. Η Εκκλησία μας γιορτάζει τη μνήμη του στις 23 Σεπτεμβρίου.
ΠΗΓΗ: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ
ΕΚΔΟΣΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ
«Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΑΡΝΑΒΑΣ»
https://www.impantokratoros.gr/root.el.aspx
https://www.agiosioannisfities.gr/2021/09/blog-post.html#more
0 Comments