ΚΟΥΒΑΡΑΣ
Τα καλοκαίρια μου ένα, ένα , τα΄χω στοιχίσει σε γραμμή
μέσα στο ακύμαντο λιοπύρι του Αύγουστου που με καλεί
να ζωντανέψω απ τη ψυχή μου όλες τις μνήμες μες το νου
παιδί να γίνω στις αλάνες τ΄ουρανού .
Να βγω ξυπόλητη στο χώμα , ν ΄ανέβω στις αμυγδαλιές
να ψάξω βάτραχους στο ρέμα και χελιδόνια στις φωλιές
αυτός ο κόσμος της ψυχής μου , που με φωνάζει από παντού
με τη φωνή του αγαπημένου μου παππού.
Γειτόνοι ανθρώποι φτωχαδάκια , χαμόγελα μα και βρισιές
ιδρώτας δάκρυ ν΄ αλατίζει του κολατσιού μας τις μπουκιές
και γω να σμίγω το τραγούδι , μ ΄ όλους του κάμπου τους αχούς
για να με βλέπεις ουρανέ Και να με ακούς .
Αρμάθες χέρια απλωμένα , κάτω απ του ήλιου τ΄ άγριο φως
χρυσάφι πράσινο θροΐζει , μες τα χωράφια ο καπνός
και μείς στη γύρα του σωρού του , σαν από αρχαίο χορικό
για να ξορκίσουμε της φτώχειας το κακό .
Τώρα οι δικοί μου καντηλάκια , που αντίκρυ βλέπουν στο χωριό
τα καλοκαίρια μου άδειες λιάστρες , χωράφι ανόργωτο ξερό
Αχ να μπορούσα να γυρίσω , το χρόνο πίσω μια φορά
και σαν παιδί να ξαναζήσω ,στον όμορφο τον Κουβαρά .
Eυανθια Καραπάνου
0 Comments